- ελέπτολις
- ηβλ. ελέπολις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑλέπτολις — ἑλέπολις city destroying fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελέπολις — Πολιορκητική μηχανή που επινόησε πρώτος ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (τέλη 4ου αι. π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τους Άραβες κ.ά. Απαρτιζόταν από έναν πολυώροφο ξύλινο πύργο τετραγωνικής κάτοψης, με ύψος… … Dictionary of Greek